- ἐνικλᾷν
- ἐνικλάωthwartpres inf actἐνικλάωthwartpres inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐνικλᾶν — ἐνικλάω thwart pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐνικλάω thwart pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐνικλάω thwart pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἐνικλᾶ̱ν , ἐνικλάω thwart pres inf act (epic doric) ἐνικλάω thwart… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενικλώ — ἐνικλῶ, άω, ποιητ. τ. τού ἐγκλώ (Α) 1. συντρίβω, σπάζω μέσα 2. μτφ. εμποδίζω, ματαιώνω, μηδενίζω μιαν ενέργεια («ἀεὶ γάρ μοι ἕωθεν ἐνικλᾱν, ὅττι κεν εἴπω» διαρκώς από το πρωί μ εμποδίζεις, ό,τι κι αν πω, Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek